ἐργοποιία

ἐργοποιία
ἐργο-ποιία, ,
A method, proceeding, Ath.Mech.38.2.
II manufacture, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εργοποιία — ἐργοποιία, ἡ (Α) 1. μέθοδος, τρόπος, σύστημα 2. δημιουργία, κατασκευή …   Dictionary of Greek

  • ἐργοποιίας — ἐργοποιίᾱς , ἐργοποιία method fem acc pl ἐργοποιίᾱς , ἐργοποιία method fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”